- εκσλαβίζω
- κάνω κάποιον Σλάβο εθνολογικά και γλωσσικά ή μετατρέπω κάτι σε σλαβικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκσλαβίζω — εκσλάβισα, εκσλαβίστηκα, εκσλαβισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε σλαβικό ή ανθρώπους άλλης φυλής σε Σλάβους: Οι Βούλγαροι εκσλαβίστηκαν από πολύ παλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκσλαβισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσλαβίζω … Dictionary of Greek